- στεφανώνω
- στεφανῶ, -όω, ΝΜΑ [στέφανος]1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.)2. (κατ' επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.)3. επιθέτω στο κεφάλι κάποιου γαμήλιο στέφανο («ἐν τῷ στεφάνῳ ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῡ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῡ», ΠΔ)νεοελλ.1. (για κουμπάρο) αλλάζω τα γαμήλια στέφανα2. (για γονείς και συγγενείς) τελώ τους γάμους, παντρεύω («μεθαύριο στεφανώνουμε τον γιο μας»)3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) στεφανωμένος, -η, -οσυζευγμένος, παντρεμένος, έγγαμοςνεοελλ.-μσν.(για ιερωμένο) τελώ το μυστήριο τού γάμου («τους στεφάνωσε ο μητροπολίτης»)νεοελλ.-αρχ.(μτβ. και αμτβ.) περιβάλλω, περικλείω, περικυκλώνω (α. «ο Λίβανος καπνίζει / στεφανωμένος καταχνιά», Γρυπ.β. «τείχεσιν ἐστεφάνωσεν», Διον. Περ.)μσν.-αρχ.μτφ. παρέχω δόξα, τιμή σε κάποιον («δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον», ΚΔ)αρχ.1. τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι άλλο σαν στεφάνι («περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν» — κατασκεύασαν φραγμό ολόγυρα, Οππ.)2. (μέσ. και παθ.) στεφανοῡμαι, -όομαιτίθεμαι ή βρίσκομαι γύρω γύρω από κάτι σαν στεφάνι, σαν γύρος (α. «ἀμφὶ δ' ὅμιλος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο», Ύμν. Αφρ.β. «ἄστρα..., τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται», Ησίοδ.)3. αμείβω κάποιον με χρηματικό δώρο, ανταμείβω με χρήματα4. τιμώ κάποιον προσφέροντας σπονδές («τύμβον στεφανοῡν αἵματι χλωρῷ», Ευρ.)5. επιθέτω σε άρχοντα τα διακριτικά τού αξιώματος του6. μέσ. (για νικητές σε αγώνα) παίρνω στέφανο ως βραβείο7. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) στεφανοῡσαονομασία ανδριάντα κατασκευασμένου από τον Πραξιτέλη.
Dictionary of Greek. 2013.